- ὀπισθίους
- ὀπίσθιοςhindermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιτενοντώδης — ες φρ. «ημιτενοντώδης μυς» ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi (πρβλ. ημι ) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις… … Dictionary of Greek
ημιυμενώδης — ες ανατ. ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semimembranosus (muscle) < semi (πρβλ. ημι ) + membranosus «υμενώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου] … Dictionary of Greek
κρικαρυταινοειδής — ές φρ. ανατ. «κρικαρυταινοειδής μυς» καθένας από τους τέσσερεις μυς, δύο πλάγιους και δύο οπίσθιους, που συμβάλλουν στην κατασκευή τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. crico arytenoϊdien < crico (< κρίκος) + arytenoϊdien (<… … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… … Dictionary of Greek